Μεγάλωσα πια.
Κι οι σκέψεις μου δεν μένουν σταθερές, παρά κινούνται μια μπρος και μια πίσω. Μου είναι δύσκολο να εστιάσω στα σημαντικά καθότι, κι αυτά έχουν χάσει πλέον την αξία τους. Κάθε μέρα που περνάει στερούμαι ανάσες και έχω αρχίσει πια και τις μετρώ. Σαν φυλακισμένος στο κελί του, χαράζω με ένα μαχαίρι της κουζίνας χαρακιές στο κορμί μου. Όλο και περισσότερες φαίνονται και άγριες καθώς οι μέρες και οι μήνες κυλούν τα χρόνια. Πάνε οι εποχές που μπορούσα να τριγυρνώ αμέριμνος, σκεφτόμενος πως ποτέ δεν θα γεράσω, πως όλα θα μείνουν ως είχαν. Πια ταλαιπωρούμαι από φρεσκοφόρετους πόνους και με γυρνούνε στεναχώριες, αναγκάζοντάς με να σπαταλήσω λίγο απ' τη νιότη μου για να τις εξοστρακίσω. Κι όλο νιώθω πιο κενός. Κι όλο λιγότερα ζητώ, όλο λιγότερα έχω να πω, μπροστά στην ματαιότητα μιας ύπαρξης που ξεκινάει και τελειώνει στο ίδιο απόκρυφο σημείο.
Κι όλο κλαίω, μα δάκρυ δεν στάζει.
Γιατί είμαι ήδη μεγάλος, άντρας ψηλός σαν κυπαρίσι, γεροδεμένος και φτασμένος κάπου. Μα νιώθω πως τα έργα μου είναι λειψά, ημιτελή, η σοφία μου ξεγελασμένη από ψιθύρους και αντίλαλους της βροχής, η νιότη μου ναρκισιστική έχει χαθεί και ψάχνει το ειδωλό της στα νερά, ενώ η ευτυχία, είναι σαν μια φάκα με μέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου