Το βιβλίο αυτό έπεσε στα χέρια μου τυχαία, όσο τυχαία μπορεί να πέσει ένα βιβλίο στα χέρια σου, στην αγγλική έκδοση. Η πρωτότυπη, στα Γερμανικά με τίτλο «Eine kurze Weltgeschichte für junge Leser» γράφτηκε το 1935 στη Βιέννη απο τον Ernst Gombrich, έναν Αυστριακό και αργότερα βρετανό υπήκοο που είναι ιδιαίτερα γνωστός στους φοιτητές αρχιτεκτονικής που έχουν περάσει πονεμένες εξεταστικές να προσπαθόυν τελευταία στιγμή να αποστηθίσουν τα αμέτρητα κεφάλαια απο το «Το Χρονικό της Τέχνης», το διασημότερο έργο και αριστούργημά του. Αν και προηγήθηκε χρονικά η «Μικρή ιστορία του κόσμου» μόλις πριν λίγα χρόνια μεταφράστηκε στα ελληνικά, αλλά εγώ δεν την είχα δει γιατί όπως προείπα, είχα την αγγλική.
Όντας θετικά προκατειλημένος με το Χρονικό, που ήταν το καλύτερο βιβλίο που διδάχθηκα και το μόνο ίσως που αφιέρωσα χρόνο να διαβάσω σε αυτά τα εφτά χρόνια φοιτητικής ζωής (βλ. κρεπάλη) άρχισα να το καταβροχθίζω, σαν μικρό παιδί που αποκτά ξαφνικά σε ένα μαγικό κουτί, όλα τα μυστικά του κόσμου.
Μόλις το άνοιξα ήμουν σίγουρος πως θα είναι αντικειμενικό, περιεκτικό και ευκολοδιάβαστο. Ήταν ακριβώς αυτό. Δεν είμαι απο αυτούς τους ανθρώπους που τα πήγαιναν καλα με την ιστορία, μόνο στην 3η λυκείου είχα αποστηθίσει ένα βιβλίο γεμάτο εκνευριστικά πανομοιότυπες ημερομηνίες, τοπωνύμια-γλωσσοδέτες και σωρίες από ονόματα, μα η ραμ φούλαρε και μετά το reset του καλοκαιριού τα άφησα όλα στις παραλίες μαζί με τα φύκια, την άμμο και τις μέλισσες. Μετά την τρίτη ολονυκτία τεκίλας δεν ήμουν σίγουρος αν η δικτατορία του Μεταξά μιλούσε για κάποιο εμπορικό μονοπώλειο κονιάκ. Έτσι δεν μπορώ να κρίνω τις επιλογές των κεφαλαίων του.
Έτσι θα μου πεις σχολαστικέ αναγνώστη, πως κρίνεις ποια είναι τα σημαντικότερα σημεία της ιστορίας του κόσμου και πως τα χωράς σε 349 σελίδες ή και λιγότερες αν βγάλεις περιεχόμενα, εισαγωγές, άδειες σελίδες και προλόγους; Η αλήθεια είναι πως αφενός δεν τα χωράς και αφετέρου δεν σε νοιάζει. Αν θες λεπτομέρειες πιάσε μια εγκυκλοπέδια ή εκτύπωσε την Wikipedia σε Α4. Δεν ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα.
Ο Gombrich δεν ήταν ιστορικός και δεν κρατούσε χιλίαδες χειρόγραφες σημειώσεις σε ένα μικρό δωμάτιο στο υπόγειό του, για κάθε τι σημαντικό ή ασήμαντο. Όλα ξεκίνησαν όταν διάβασε ένα χειρόγραφο για την παγκόσμια ιστορία, που είχε υπό έκδοση ο τότε φίλος και μετέπειτα εκδότης του, Walter Neurath (μετέπειτα ιδρυτής του εκδοτικού κολοσσού Thames & Hudson) και του δήλωσε απογοητευμένος πως, ακόμη κι ο ίδιος θα μπορούσε να το γράψει καλύτερα. Εκείνος του απάντησε: κάντο! Κι έτσι έγραψε ένα δοκιμαστικό κεφάλαιο για την εποχή των ιπποτών. Στο απλοικό -παιδικό θα έλεγε κάποιος- ύφος του βιβλίου καθοριστικό ρόλο έπαιξε η τότε αλληλογραφία του με την μικρή κόρη φίλων του, που του έγραφε απο περιέργεια να μάθει τι έκανε. Στην προσπάθεια να της εξηγήσει το έργο του, βρήκε χαρά πλάθοντας εκφράσεις με λέξεις κατανοητές για πράγματα που συνήθως ήταν δυσνόητα γραμμένα. «Τα βιβλία ιστορίας απευθύνονται σε παιδιά, δεν υπάρχει λόγος να είναι γραμμένα πολύπλοκα, πομπώδη, ο στόχος είναι να κυλάει ευχάριστα η ιστορία και να μένει με ευκολία στο ανθρώπινο μυαλό.» Μια άποψη που δεν συμμερίζονται πολλοί συγγραφείς τόσο της εποχής του, όσο και τις μετέπειτα που θεωρούν το περιεχόμενο και το ύφος λιγότερο δηκτικό της αξίας τους, απ´ τις λέξεις που το πρεσβεύουν.
Ο Neurath ενθουσιάστηκε με το δείγμα και του έδωσε έξι βδομάδες προθεσμία να το τελείωσει. Πεισματάρης και επίμονος αποφάσισε να γράφει ένα κεφάλαιο κάθε μέρα, εκτός της Κυριακής την οποία αφιέρωνε στο να πηγαίνει περιπάτους με τη γυναίκα του, όπου και της διάβαζε όσα είχε μάθει και γράψει την εβδομάδα. Αυτή η επανάληψη και ανάγνωση των γραπτών του, μαζί με τις αμέτρητες και πολύωρες επισκέψεις σε δημοτικές βιβλιοθήκες και την διαρκή επικοινωνία του με φίλους και συγγενείς του χώρου, τον βοήθησε να δομήσει γρηγορότερα και καλύτερα το έργο, φτιάχνοντας εμπρόθεσμα ένα χειρόγραφο που αμέσως κέρδισε την καρδία του εκδότη του.
Επιτυχία ήρθε με την πρώτη έκδοση και το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (αν και την αγγλική την ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος με την βοήθεια μιας μεταφράστριας που αργότερα, όταν εκείνος απεβίωσε, ανέλαβε να το ολοκληρώσει) και κατέκτησε τις καρδιές μικρών και μεγάλων, με τρανή εξαίρεση τους -πάντα κακούς- Ναζί, που απαγόρευσαν την κυκλοφορία του, αφού το θεώρησαν πολύ πασιφιστικό για τα γούστα τους. Go figure. Το σημαντικό ήταν πως απέσπασε τις καλύτερες κριτικές χωρίς ποτέ να έρθει σε αντιπαράθεση με άλλους ιστορικούς ή με τα επίσημα βιβλία ιστορίας που διδάσκονταν την εποχή εκείνη στα σχολεία. Ένα ακόμη τρανό σημάδι για την ποιότητα του περιεχομένου. Ο ίδιος δήλωνε επί του θέματος:
«Θα ήθελα να δώσω έμφαση στο ότι αυτό το βιβλίο δεν το θεωρώ, ούτε ποτέ το θεώρησα, ως αντικαταστάτη των τωρινών βιβλίων ιστορίας που χρησιμοποιούνται στα σχολεία, αφού αυτά υπηρετούν έναν τελείως διαφορετικό σκοπό. Θα ήθελα οι αναγνώστες μου να χαλαρώσουν και να ακολουθήσουν την ιστορία χωρίς να σημειώνουν ονόματα και ημερομηνίες. Τους υπόσχομαι πως δεν θα τους εξετάσω σε αυτά.»
Κι είναι απ' την πραγματική αγάπη που πηγάζει αυτή η δημιουργία. Η αγάπη για την γνώση, για την ιστορία, όπως ένα παραμύθι, έτσι κι αυτή ξεκινάει με το «μια φορά κι έναν καιρό.
-παραθέτω το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, γραμμένο στα αγγλικά-
Once upon a time...
All stories begin with 'Once upon a time.' And that's just what this story is all about: what happened, once upon a time. Once you were so small that, even standing on tiptoes, you could barely reach your mother's hand. Do you remember? Your own history might begin like this: 'Once upon a time there was a small boy' — or a small girl — 'and that small boy was me.' But before that you were a baby in a cradle. You won't remember that, but you know it’s true. Your father and mother were also small once, and so was your grandfather, and your grandmother, a much longer time ago, but you know that too. After all, we say: 'They are old.' But they too had grandfathers and grandmothers, and they, too, could say: 'Once upon a time'. And so it goes on, further and further back. Behind every 'Once upon a time' there is always another. Have you ever tried standing between two mirrors? You should. You will see a great long line of shiny mirrors, each one smaller than the one before, stretching away into the distance, getting fainter and fainter, so that you never see the last. But even when you can't see them any more, the mirrors still go on. They are there, and you know it.
And that's how it is with 'Once upon a time'. We can’t see where it ends. Grandfather's grandfather's grandfather's grandfather... it makes your head spin. But say it again, slowly, and in the end you'll be able to imagine it. Then add one more. That gets us quickly back into the past, and from there into the distant past. But you will never reach the beginning, because behind every beginning there’s always another 'Once upon a time'.
It's like a bottomless well. Does all this looking down make you dizzy? It does me. So let's light a scrap of paper, and drop it down into that well. It will fall slowly, deeper and deeper. And as it burns it will light up the sides of the well. Can you see it? It's going down and down. Now it's so far down it's like a tiny star in the dark depths. It's getting smaller and smaller... and now it's gone.
Our memory is like that burning scrap of paper. We use it to light up the past. First of all our own, and then we ask old people to tell us what they remember. After that we look for letters written by people who are already dead. And in this way we light our way back. There are buildings that are just for storing old scraps of paper that people once wrote on — they are called archives. In them you can find letters written hundreds of years ago. In an archive, I once found a letter which just said: 'Dear Mummy, Yesterday we ate some lovely truffles, love from William.' William was a little Italian prince who lived four hundred years ago. Truffles are a special sort of mushroom.
But we only catch glimpses, because our light is now falling faster and faster: a thousand years... five thousand years... ten thousand years. Even in those days there were children who liked good things to eat. But they couldn't yet write letters. Twenty thousand... fifty thousand... and even then people said, as we do, 'Once upon a time'. Now our memory-light is getting very small... and now it's gone. And yet we know that it goes on much further, to a time long, long ago, before there were any people and when our mountains didn't look as they do today. Some of them were bigger, but as the rain poured down it slowly turned them into hills. Others weren't there at all. They grew up gradually, out of the sea, over millions and millions of years.
But even before the mountains there were animals, quite different from those of today. They were huge and looked rather like dragons. And how do we know that? We sometimes find their bones, deep in the ground. When I was a schoolboy in Vienna I used to visit the Natural History Museum, where I loved to gaze at the great skeleton of a creature called a Diplodocus. An odd name, Diplodocus. But an even odder creature. It wouldn’t fit into a room at home — or even two, for that matter. It was as tall as a very tall tree, and its tail was half as long as a football pitch. What a tremendous noise it must have made, as it munched its way through the primeval forest!
But we still haven't reached the beginning. It all goes back much further — thousands of millions of years. That's easy enough to say, but stop and think for a moment. Do you know how long one second is? It's as long as counting: one, two, three. And how about a thousand million seconds? That's thirty-two years! Now, try to imagine a thousand million years! At that time there were no large animals, just creatures like snails and worms. And before then there weren't even any plants. The whole earth was a 'formless void'. There was nothing. Not a tree, not a bush, not a blade of grass, not a flower, nothing green. Just barren desert rocks and the sea. An empty sea: no fish, no seashells, not even any seaweed. But if you listen to the waves, what do they say? 'Once upon a time...' Once the earth was perhaps no more than a swirling cloud of gas and dust, like those other, far bigger ones we can see today through our telescopes. For billions and trillions of years, without rocks, without water and without life, that swirling cloud of gas and dust made rings around the sun. And before that? Before that, not even the sun, our good old sun, was there. Only weird and amazing giant stars and smaller heavenly bodies, whirling among the gas clouds in an infinite, infinite universe.
'Once upon a time' — but now all this peering down into the past is making me feel dizzy again. Quick! Let's get back to the sun, to earth, to the beautiful sea, to plants and snails and dinosaurs, to our mountains, and, last of all, to human beings. It's a bit like coming home, isn't it? And just so that 'Once upon a time' doesn't keep dragging us back down into that bottomless well, from now on we'll always shout: 'Stop! When did that happen?'
And if we also ask, 'And how exactly did that happen?' we will be asking about history. Not just a story, but our story, the story that we call the history of the world. Shall we begin?
Reprinted with permission from 'A Little History of the World' by E. H. Gombrich (Yale University Press, 2005). English translation copyright © 2005 by Caroline Mustill.
-κύριος Καρπούζης. Αναρτήθηκε από το iPad.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου