Μόλις πέρασα τις πόρτες του αεροδρομίου στο Μουμπάι, ένιωσα πως είχα φτάσει πολύ πιο μακριά απ' ότι πίστευα. Ο αέρας ήταν πηχτός και υγρός, γεμάτος με εκατομμύρια μικροσωματίδια βρώμας και στάχτης που σου γέμιζαν τους πόρους. Ένιωθα βρώμικος μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά. Ήταν δύσκολο να αναπνεύσεις και οι πρώτες ανάσες έγιναν με φόβο και δισταγμό. Υπήρχε μια τεράστια άσπρη μπάρα που κρατούσε τον κόσμο μακρυά και ένας αγέλαστος στρατιώτης βρισκόταν πίσω από ένα ανάχωμα, δίπλα στη πόρτα του αεροδρομίου, με ένα τεράστιο πολυβόλο να ξεχωρίζει ανάμεσα απ τα χακιά σακιά που τον έκρυβαν. Δεν ήταν πρόθυμος να ανεχτεί τίποτα. Ήταν μια μέρα γιορτής, το "Χόλι", μια γιορτή εφάμιλη με αυτή που γίνεται στο Γαλαξείδι κάθε Καθαρά Δευτέρα, μόνο που αντί να γίνεται σε μια πόλη μερικών χιλιάδων κατοίκων, γινόταν σε μια πόλη με πληθυσμό δύο φορές αυτού της Ελλάδας και κάτι ψηλά παραπάνω. Αφού τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο βγήκα στη ταράτσα και αντίκρυσα μια γκρίζα πόλη απ' τους καπνούς και αναθυμιάσεις. Μερικοί ουρανοξύστες ξεχώριζαν από περιοχή σε περιοχή δίνοντας μια γεύση απ το Μανχάταν σε αυτή την ειρωνικά ασυσχέτιστη πόλη. Η μυρωδιά της φωτιάς γέμιζε τα πνευμόνια μου, και γρήγορα πήγα μέσα νιώθοντας άρρωστος και ασθματικός. Οι επόμενες μέρες είχαν να κάνουν με την ξενάγηση της πόλης. Το Μουμπάι είναι μια πόλη 22 εκατομμυρίων ανθρώπων, 7ο% των οποίων ζούνε μέσα στην απόλυτη φτώχεια. Οι άνθρωποι απόλυτα γαλουχισμένοι σε αυτή την νοοτροπία ότι "γεννηθήκατε φτωχοί, φτωχοί θα πεθάνετε" έχουν ανακαλύψει μια νέα στάση ζωής, "ας ζήσουμε χαρούμενοι κι ας μην παραπονιόμαστε", κάτι που τους δίνει ένα πολύ ξεχωριστό, μόνιμο χαμόγελο στα προσωπά τους. Ανθρώποι να κοιμούνται στη μέση του δρόμου, αγκαλιά με αγελάδες, σπίτια παρατειμένα να τυλίγονται στις φλόγες καθώς ο καυτός ήλιος έκαιγε τα σκουπίδια αυτής της "οικοχωματερής", παιδιά μηνών να κοιμούνται στο πεζοδρόμιο καθώς οι μανάδες τους ζητιάνευαν τους περαστικούς και με τα δυο τους χέρια, μακάβρια θεάματα με μικρές κοπέλες να απειλούνται από μαχαίρια στο λαιμό και όλα αυτά με μια δυσοσμία και υπερβολική υγρασία να σου ψήνει το δέρμα. Το νερό της βρύσης ήταν ένα ξεχωριστό οικοσύστημα από βακτήρια και μικροοργρανισμούς και οι ανθρώποι, ξυπόλυτοι, βρώμικοι, με τα μισά δόντια, τα μισά μαλλιά και τα μισά χρόνια ζωής ήταν απόλυτα.... χαμογελαστοί.
Μια από τις σκηνές που μου χαράκτηκε στη μνήμη περισσότερο απ' όλα ήταν το βράδυ που έμεινε το λεωφορείο μας έξω απ' το μπαρ, καθώς προσπαθούσαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Με αποτέλεσμα 20 άτομα να σπρώχνουν ένα λεωφορείο 50 θέσεων σε μια μικρή ανηφόρα, ενώ από πίσω μας να βρίσκονται μισό χιλιόμετρο αμάξια σε σειρά να κορνάρουν ασταμάτητα. Μετά το τεράστιο πλήγμα που δέχθηκε ο αντρικός εγωισμός μας, ενόψη της αποτυχίας, αποφάσισαμε να μπούμε αι οι 50 στο δεύτερο λεωφορείο, ένα κίτρινο σχολικό 17 θέσεων. Γύρω στο 12 άτομα ανεβήκαμε στην οροφή ενώ οι υπόλοιποι στοιβαχτήκανε σαν τις σαρδέλες στο εσωτερικό, αλλαλάζοντας σαν γαλοπούλες σε επιδρομή λύκων. Ο οδηγός στωικός, με σβησμένη τη μηχανή, περίμενε να επανέλθει ο σωστός αριθμός ατόμων στο λεωφορείο καθώς και να αδειάσει η οροφή.
Πράγμα που μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν νευρίαζαν ποτέ. Πάντα υπομονετικοί, καρτερικά περίμεναν, υπόμεναν, άντεχαν. Δεν είδα ούτε ένα τσακωμό στο δρόμο, ούτε ένα καυγά, ούτε ένα μπουκέτο βρε αδερφέ, ούτε βρισιά τίποτα. Nada. Rien. Δεν ξέρω αν και αυτό έχει να κάνει με την θρησκεία τους -πιθανότατα ναι- αλλά επίσης πολύ πιθανόν να έχει να κάνει και με την ιδιοσυγκρασία τους. Ο εν λόγω οδηγός του λεωφορείου παρ'΄όλο που είχε 50 άτομα να χοροπηδάνε πάνω κάτω σαν τα κατσίκια, 3 καθηγητές να προσπαθούν να τον δωροδοκήσουν μπας και ξεκινήσει, δεν αντιδρούσε παρά περίμενε καρτερικά να κατεβούμε. Δεν νευρίασε ούτε μια στιγμή.
Η δεύτερη στιγμή που θυμάμαι έντονα ήταν από την μέρα που πήγαμε στο μεγαλύτερο slum της πόλης. Το dharavi απότελεί το σπίτι για πάνω από ενάμιση εκατομμύριο άτομα σε έκταση μόλις ενάμιση τετραγωνικού χιλιομέτρου. Αυτό το "κράτος εν κράτει" έχει μια αξιόλογη βιομηχανια ανακλύκλωσης υλικών που απασχολεί ένα μικρό μόνο ποσοστό των κατοίκων, έχει τζίρο δέκα εκατομμυρίων ευρώ πράγμα που δεν θα το καταλάβαινε κανείς μόνο κοιτώντας το τοπίο. Μια άμορφη μάζα από τσίγκο και ελενίτ, στοιβαγμένη πρόχειρα σε ένα πρώην έλος που κάποιος "έξυπνος επιχειρηματίας" το έκανε το προσωπικό του τσαντίρι. Οι εργάτες των βιομηχανιών δουλεύουν, μαγειρεύουν, τρώνε και κοιμούνται μέσα στα βρώμικα εργαστήρια-εργοστάσια τους, κάποια εκ των οποίων -όπως για παράδειγμα το εργοστάσιο βαφής των πλαστικών- είναι άκρως τοξικά. Ούτε κουβέντα για συνθήκες εργασίας, τα χρήματα που πληρώνονται είναι αντίστοιχα με 2 ευρώ την ημέρα και όλα πάνε στην αποταμίευση για τα παιδιά τους. Η άλλη μεγάλη πηγή εσόδων είναι η αγορά τους στην οποία μπορείς να βρεις ότι θα βρεις και στις υπόλοιπες αγορές της πόλης μα αρκετά πιο φτηνα. Λες και δεν ήταν αρκετά φτηνά ήδη!
Καθώς το γκρουπ μας προχωρούσε στα απίστευτα στενά σοκάκια των εξήντα πόντων ανοίγματος, στάθηκα για να τραβήξω στα μουλωχτά μια φωτογραφία και μέσα σε μια στιγμή τους έχασα. Άρχισα να περιπλανιέμαι μέσα στον χρωματιστό λαβύρινθο της ινδικής φαβέλας με τις μπουγάδες απλωμένες να στάζουν στο κεφάλι μου, ακολουθώντας την διαδρομή που μου φαινόταν πιο λογική να έχουν ακολουθήσει. Γρήγορα όμως χάθηκα και τότε ήταν που άρχισαν να προβάλουν κεφάλια από πόρτες και παράθυρα δαχτυλοδιχτώντας την κατεύθυνση που ακολούθησαν το γκρουπ μου. Έτσι άρχισα να πηγαίνω γρήγορα από στενο σε στενό, προσελκύωντας τα πιτσιρίκα απ το τύμπανο που κρεμόταν στην πλάτη μου, σαν τον μαγικό αυλιστή, πάντα παίρνοντας απότομες στροφές, πάντα ακολουθώντας διαφορετικά χέρια που μου έλεγαν "Thats were your friends went, hurry!" Σε κάποια στροφή έπεσα πάνω σε ένα αγόρι που δεν θα ήταν παραπάνω από 15 χρονών. Προσπάθησα να τον περάσω μα δεν έκανε στην άκρη, αντίθετως έδειχνε να θέλει να μου μιλήσει. Τα πιτσιρίκα με προλάβανε και άρχισαν να παίζουν με το τύμπανο που είχα κρεμασμένο στη πλάτη. "Where are you going?" Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. "Where are your friends? Why they don't wait for you?" Πάλι δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Άρχισα να νιώθω πως δεν έχω και πολλές απαντήσεις στις ερωτήσεις του. "Come, i will take you" μου είπε και με έπιασε απ' το χέρι.
Εδώ να ανοίξω μια παρένθεση και να πω πως στην Ινδία, για λόγους που δεν κατάφερα να κατανοήσω, τα αγοράκια (ακόμα και πενηντάριδες αστυνομικοί εντάσονται σε αυτή τη κατηγορία), πολύ συχνά προχωρούσαν χέρι-χέρι. Πράγμα που για τον δικό μας πολιτισμό δεν είναι και ιδιαίτερα συνηθισμένο (ίσως στο Άμστερνταμ), αλλά για αυτούς έμοιαζε να είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Όταν ρώτησα έναν Ινδό μου είπε πως μάλλον είναι μια απόπειρα διοχέτευσης συναισθημάτων που δεν μπορούν να εκφραστούν με τον γυναικείο πληθυσμό καθώς το σεξ πριν το γαμό, ακόμα και το φιλί, είναι ταμπού-σε σφάξανε-στο-γόνατο.
Κλείνει η παράνθεση λοιπόν, το αγόρι με παίρνει απ' χέρι και αρχίζουμε να τρέχουμε προσπερνώντας, πιτσιρίκια, μαμάδες, κουβάδες, σκάλες, ένα και μοναδικό φλιπεράκι, γάτες, σκύλους, αγουροξυπνημένους ξυπόλυτους και τα συναφή ώσπου ξαφνικά βγαίνουμε σε ένα ξέφωτο, όπου όντως βρισκόταν το γκρουπ μου. Ο μικρός σταματάει, μου αφήνει το χέρι και μου λέει, "Here are your friends. I would be more careful with them, they don't seem to notice you so much.
Ήταν πολύ κρίμα που το νταβατζιλίκι των ξεναγών δεν μας επέτρεπε να βγάλουμε φωτογραφίες, για να μπορούν να μας πωλούν τις καρτ-ποσταλ τους. Σε καμία καρτ-ποσταλ όμως δεν υπήρχαν τα δύο μικρά κορίτσια με τα άσπρα φορεματά τους να παίζουν μέσα σε ένα τεράστιο σωρό από βρώμικα και μισοδιαλυμένα πλαστικά μπουκάλια, ούτε το πιτσιρίκι που περπατούσε πάνω στο καυτό ελενίτ ξυπόλιτο, ούτε οι εργάτες που κοιμόντουσαν στο λιγδιασμένο πάτωμα, με ένα σμήνος από μύγες να τους γυροβωλάει και σίγουρα δεν είχε τον αγωγό των αποβλήτων στον οποίο τα παιδιά παίζουν πάνω, σαν να ετοιμαζονταί να κάνουν βουτιά στα σκατά. Και χωρίς το συμπάθιο.