Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Σκάλες

Κι ανέβαινες τις σκάλες. Ήταν διαδρομή, ήταν δέσμευση, ήταν ο προορισμός σου που σου έδινε κουράγιο. Κι στην λιγοψυχιά τράβαγες κουπί, κάθε αυγή τα σκαλοπάτια ήταν λιγότερα. Μα κάθε βράδυ το φως έμπαινε φευγαλέα απ' τις χαραμάδες της σκέψης σου. Και αλύπητα βροντοκοπούσες τα τακούνια στα μαρμάρινα σκαλιά προσπαθώντας να αντηχήσεις το παρελθόν στο μέλλον σου. Αλλά ο κόσμος δεν δουλεύει έτσι. Κι ευτυχώς να λες, που δεν έμελλε να είναι η μοίρα σου φερέφωνο. Ο κρυστάλλινος απόηχος έπνιγε το δάκρυ της φοβισμένης σου καρδιάς, που δεν ήθελε να μοιάζει ανθρώπινη και αδύναμη και ατελής και κρυβόταν πίσω απ' τον αναβρασμό, τακ-τακ-τακ-τακ. Άτακτα βήματα, παραδoμένα σε εξωτικό ρυθμό, έτρεχες ή χόρευες ποτέ μου δεν κατέληξα. Με τα ακροδάχτυλα σήκωνες το φόρεμα, ίσα που να μην μπουρδουκλωθείς, γιατί κανείς ποτέ του δεν είδε πριγκίπισσα να σκοντάφτει δίχως άλλοθι.
Η σπείρα λένε πως συμβολίζει τη ψυχή μας. Έτσι ήταν ταιριαστό να αναβατείς μια στριφογυριστή σκάλα χωρίς πια να θυμάσαι πότε ξεκίνησες και ποια ήσουν τότε. Χαράμι τα χρόνια που αβόλευτα σχοινοβατούσες μεταξύ του ενός και του άλλου, χαράμι κι οι μπαγαποντιές της μονάκριβής σου νιότης, τότε που μικρή φορούσες μάσκες και έλεγες πως η ζωή είναι πιο όμορφη όταν έχει χρώμα. Όταν έχει συναίσθημα. Όταν έχει φωνές και παρακάλια. 
Μα μεγαλώνοντας φοβήθηκες να αφεθείς και μεγάλωνες μονόπλευρα, σαν όλους τους άλλους. Και το κάδρο στο σαλόνι φιλοξενούσε εκείνο το μικρό κορίτσι με τις μπούκλες. Και  για κάθε συναίσθημα που στερήθηκες πήρε μια ακόμη φακίδα η μύτη σου. Μα εσένα δεν σε ένοιαζε γιατί πάντοτε ήθελες να έχεις ζωγραφισμένα πάνω σου, αναπόσπαστα κομμάτια της ανθρώπινης χημείας που συνοδεύει το Εγώ σου.
Τώρα που είχες βρεθεί; Να ανεβαίνεις μανιασμένα μια σκάλα, μια σπείρα, μια ψυχή. Τακ-τακ-τακ-τακ. Τα βήματα όλο και πιο άτακτα, από πάνω φωνές, οι σκέψεις σου αντηχούν όλο και πιο καθαρές, όλο και πιο απόμακρες. Συγκράτησες το στέμμα σου, ανασήκωσες το πριγκιπικό σου φόρεμα, λίγο πιο σθεναρά και βάλθηκες να φτάσεις στο κέντρο αυτής της σπείρας. Με τις δαντέλες να ανεμίζουν πάνω απ τα λεπτά σου μπράτσα, έσφιξες τα μηλίγγια σου και ορκίστηκες ένα στόχο. Στο πέλμα του ουρανού. Εκεί που το σήμερα, το αύριο και το τώρα γίνονται ένα. Εκεί που όλα -ήλπιζες- να είναι πιο ξεκάθαρα. Θυμόσουν στο σχολείο, σου λέγανε πως η διαδρομή είναι πιο σημαντική από τον προορισμό. Τώρα, μεγαλώνοντας συνειδητοποιούσες πως ο προορισμός είναι αυτός που καθορίζει τη διαδρομή και εξ' αυτού όσο σημαντική κι αν είναι, χωρίς έναν προορισμό αντάξιο, θα ήταν μάταια. Σαν ένα καράβι με δυνατά πανιά και γερό σκαρί που πλέει προς άγονες πατρίδες. Τακ-τακ-τακ-τακ. Τα τακούνια σου ακόμη αντηχούν στο μυαλό μου. Τακ-τακ-τακ-τακ. Έτρεχες ψάχνοντας το δικό σου γερό σκαρί. Εκείνο με τα λευκά πανιά. Να σαλπάρεις προς μια χώρα γόνιμη, με μουσική κι ανθρώπους και ζωή που σαν αυτή καμιά. Και η σπείρα όλο και έκλεινε. Τακ-τακ-τακ-τακ. Και η σπείρα όλο συνέχιζε να κλείνει. Τακ-τακ-τακ-τακ. Κι ήταν τα σκαλίσματα της κουπαστής αντάξια της ομορφιάς σου. Κι ήταν το άλικο χρώμα των σκαλοπατιών σαν το δικό σου. Κι ο ουρανός τυρκουάζ πετράδι, ταλαιπωρημένο, σαν το μυαλό ενός ανθρώπου σε ανάγκη. Σε ανάγκη για κάτι παραπάνω.


Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Καθρέφτης

Και βούτηξες στον καθρέφτη 

και πίστεψες το είδωλό σου.

Είδες μια λάμψη να αναβλύζει 

ένα ρυάκι από αναμνήσεις να βαραίνει το στέρνο σου.

Μπρος ο κόσμος έμοιαζε θολός.

Θολός εγώ, θολή εσύ. Θολοί κι οι δυο μας.

Πίσω ο κόσμος έμοιαζε μολυβένιος.

Ακατέργαστες σκιές να δίνουν βάθος στο σαθρό περιτύλιγμα της ψυχής μας. 

Το άλικο χρώμα που σε λούζει. 

Λησμονημένες αγάπες χαράζουν με τα νύχια τους, τους γυάλινους φόβους σου

και κλαις γιατί δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις.

Αγόρασες μια χούφτα αλήθειες, από πλανόδιους πρίγκιπες

και τώρα δεν ξέρεις ποιο ξυλαράκι είναι το πιο κοντό.

Δεν ξέρεις σε ποιο δρόμο πρέπει να στρώσεις ροδοπέταλα. 

Δεν ξέρεις σε ποιο σύννεφο να καθρεφτίσεις το είδωλό σου.

Σταμάτα να ανεβάζεις τη ψυχή σου στις τραμπάλες τις παιδικής σου ανάμνησης.

Σταμάτα να σκιαγραφείς το χαμόγελό σου στους υποθετικούς αγαπητικούς σου.

Πάρε μια βαθιά ανάσα κι ακολούθα με.


































Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ερωτικό

To ONE STORY κράτησε ακριβώς ένα χρόνο. 366 συγγραφείς έγραψαν μια ιστορία ο καθένας. Μια ιστορία κάθε μέρα. Πλέον υπάρχει το αρχείο με τόσες ιστορίες που μπορεί να διαβάσει κανείς. Διάλεξε την δική σου. Μια φοβερή προσπάθεια από τον Γιάννη Φαρσάρη, δημιουργό της σελίδας. Σας παρουσιάζω ένα στην τύχη. Ή και όχι.


Περπατούσαμε σε μια αμμουδιά με άσπρες πέτρες. Εσύ κι εγώ κι ένας σκύλος, ο Αχιλλέας. Εγώ ήμουν ξυπόλυτος, εσύ με τα παπούτσια του σκύλου στο χέρι και αυτός φορούσε τα δικά σου. Μα ήταν ψηλά, δεκάποντα, και σκόνταφτε ανάμεσα στις άσπρες πέτρες κι όλο γαύγιζε αγανακτισμένα. 

Τα μαλλιά σου ήταν λυτά και εγώ κοιτούσα στις γραμμές τους το λαμπύρισμα της θάλασσας. Έβγαλες ένα κέρμα απ’ την τσέπη και μου είπες «διάλεξε». Εγώ δεν ήθελα την ευθύνη κι έτσι σου είπα «διάλεξε εσύ». Το έστριψες στον αέρα και το ακολούθησες με ένα σάλτο. Και εγώ σε πήρα στο κατόπι για να δω πού μπορείς να φτάσεις.

Πετάξαμε ψηλά, δυο παρακείμενοι χαρταετοί χωρίς ουρά, πάνω απ’ τις ακρογιαλιές του παλιού σου εξοχικού και προσγειωθήκαμε στα χορτάρια της αυλής που είχαν θεριέψει, σαν τους ατημέλητούς σου φόβους. Τα μαλλιά σου μπλέχτηκαν και έγιναν ένα με τα στάχυα. Τα ματιά σου καθρέφτισαν το απόκοσμο γαλάζιο του ουρανού και κρύφτηκες στο θεόρατο της πλάσης. Άκουγα μόνο τον ήχο της φωνής σου να γελά και να απορεί με τις γκριμάτσες μου. Μα δεν είναι σωστό να γελάς με έναν άτυχο από έρωτα.

Πονέσαμε ένα βράδυ σκοτεινό, όταν ο κόσμος μίκρυνε και τα αστέρια άστραψαν βροχή και θύελλα σκόρπισε μπροστά μας ιστορίες από έναν άλλο τόπο. Καθίσαμε αγκαλιά κάτω από ένα τενεκεδένιο υπόστεγο που είχε σαπίσει μες τα χρόνια, να ακούμε το μεταλλικό ήχο της βροχής καθώς περιέλουζε τη λαμαρίνα σαν χιλιάδες καρφίτσες και ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες για τον ήλιο και τους θεούς που τα ‘χαν βάλει μαζί μας. Μα σύντομα το ρίξαμε στα γέλια αφού ποτέ δεν μπορείς να κρατήσεις μούτρα στον ήλιο. Κι εκείνος έριξε μερικές κλεφτές ματιές ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, ανατριχιάζοντας το νωπό μας δέρμα με αγάπη και ζεστασιά. Σου είπα «δώσε μου το χέρι σου» κι εσύ, αθώα το προέταξες μόνο για να σου στρίψω αντίθετα το δέρμα κοντά στον καρπό, με τα δυο μου χέρια, όπως μου έκανε κάποτε ο πατέρας μου όταν ήμουνα μικρός. Δεν ήταν ιδιαίτερα αστείο μα γελούσα καθώς ένιωθες κι εσύ σαν το τενεκεδένιο υπόστεγο, να σε περιλούζουν χίλιες καρφίτσες.

Σε κουκούλωσα με το παλτό μου, εγώ και εσύ μια ανάσα απόσταση κι ο ζεστός αέρας απ’ τα χνώτα μας το φούσκωσε κι έγινε μεγάλο, ένα μάλλινο αερόστατο με μπαλώματα για αγκώνες. Πετάξαμε μακριά σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι είχαν γαμψές μύτες και σκούρο δέρμα. Τα πρόσωπα τους ήταν ταλαιπωρημένα και εγώ λυπήθηκα, έτσι φόρεσα το καλό μου φράκο, με το ψηλό μαύρο καπέλο και το γυαλιστερό μου μπαστούνι. Τους είπαμε «καλημέρα» μα δεν μας κατάλαβαν, είχαν γλώσσα μπερδεμένη. Μια λεπτεπίλεπτη κυρία, με ζάρες κάτω απ’ τα μάτια και ψαρά μαλλιά πιασμένα με μια φούρκα, έσπρωξε τον ανιψιό της να σου δώσει ένα κίτρινο φουστάνι, αρχοντικό, σαν να είχε ραφτεί από τις μαργαρίτες της αυλής του παλατιού. Υποκλιθήκαμε εξίσου αρχοντικά, εγώ πέρασα το μπαστούνι υπό μάλης κι έβγαλα το ψηλό, μαύρο καπέλο καθώς χαμήλωνα. Εσύ σήκωσες με τα ακροδάχτυλα το φόρεμά σου κι έστρεψες το βλέμμα σου χαμηλά στις ξένες πέτρες. Χάρισα το φράκο μου σε ένα ζητιάνο, το μπαστούνι μου σε ένα ψαρά και το ψηλό μου καπέλο σε ένα ψεύτη. Εσύ έκανες το φόρεμά σου σβούρες κι άνεμος δυνατός μας σήκωσε ξανά ψηλά σε έναν στρόβιλο με πιέτες και λαμπερά στολίδια. 

Περάσαμε τη θάλασσα και πάνω απ’ τον ωκεανό ένιωσες πουλί που ήθελε να κολυμπήσει. Εγώ ένιωθα ψάρι που ήθελε να πετάξει. Κυκλώσαμε το αύριο με μαύρο μαρκαδόρο και δώσαμε ραντεβού, όταν τα ψάρια θα βγάζανε φτερά και τα πουλιά βράγχια. Γίναμε δύο μικρές κουκίδες στο χάρτη, μα όσο κι αν απείχαμε πάντα σχηματίζαμε μια ευθεία κι αυτό μου έδινε κουράγιο. «Στο τέλος του δρόμου» έλεγα και μετά προσπαθούσα να μετρήσω ποσά τσιγάρα δρόμος ήταν. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα… μα πάντα με έπαιρνε ο ύπνος στο παραπέντε κι ονειρευόμουν τα Ηλύσια πεδία, εκεί κοντά στο παλιό σου εξοχικό τότε που είχες χαθεί μέσα στη γη, σαν ένα ξανθό μανιτάρι, εξωτικό, με γεύση ντόπια.

Μου έλειψες. Μα μες τα χρόνια κι αυτό ακόμη έγινε παρηγοριά. Άνοιξα διάπλατα τα στόρια κι είπα στον εαυτό μου δε με νοιάζει. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και νόμισα πως είμαι τυχερός που έχω μια αλησμόνητη παρηγοριά να ξεφουσκώνει σαν το παλτό μου, εκείνο που κάποτε είχε γίνει αερόστατο για να μας ταξιδέψει. Μα η ευθεία που μας χώριζε διαστρεβλώθηκε απ’ το ασήκωτο βάρος του χρόνου κι όσο κι αν προχωρούσα μπρος, έφερνα βόλτες, πάντα προς το ίδιο κέντρο. Κι όσο κι αν έγραφα, ποτέ δεν στέρεψα από δάκρυα. Μονάχα πότισα μ’ αυτά ένα μπλε σχολικό τετράδιο και στο νωπό χαρτί έγιναν λέξεις κι αλήτευαν ελεύθερα πάνω στις γραμμές, σαν πουλιά καθισμένα σε καλώδια. Και τότε ήταν που φοβήθηκα μην γίνουμε κι εμείς αναμνήσεις σαν εκείνες στα παλιά σχολικά τετράδια. Κοίταξα και σε βρήκα στο κέντρο της σπείρας να γυρνάς γύρω απ’ τον εαυτό σου, σαν ένας σκύλος που κυνηγάει την ουρά του.

Κι όσα κι αν έγραψα δεν στα έδωσα, όχι από φόβο, μα από τρόμο μην ανοίξει η γη και τα καταπιεί και δεν έχω το χτες παρόν στο αύριο. Και γέλασες όταν στο είπα, με είπες γέρο-ξεκούτη και ταλαίπωρο. Εγώ κοκκίνισα και έγινα καπνός. Και με ανέπνευσες ξανά, με όσφρησες αργά, με κατέβασες κι ύστερα με έβγαλες κύκλους απ’ τα χείλη σου, μαζί με λίγο απ’ το άλικο κραγιόν και μια ανάσα πάθος απ’ τα χνώτα σου.

Ό,τι περίσσεψα με βούτηξες βαθιά σε ένα ποτήρι με σαμπάνια κι έγινα ανθρακικό, μπουρμπουλήθρες, αφρός και ξέβρασα στην αμμουδιά όλη μου την αγάπη για σένα, την αμμουδιά εκείνη με τις άσπρες πέτρες που περπατούσαμε κάποτε –θυμάσαι;– κι ο Αχιλλέας μου έγλυψε το πρόσωπο και γαύγιζε χαρούμενα γιατί είχε πλέον απαλλαγεί απ’ τις γόβες σου κι είχε σταθεί ξανά στο ύψος του. Τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Ανασηκώθηκα φτύνοντας χταπόδια κι αστερίες μαζί με θαλασσινό νερό κι έβγαλα τα φύκια από πάνω μου, σα βρεγμένα ρούχα και στάθηκα γυμνός μπροστά σου κι εγώ, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Γέλασες, με ζέστανες με αστεία βγαλμένα απ’ τη παιδική μας ηλικία. Σε κέρασα γλυκό κρασί απ’ τα αμπάρια του ναυαγίου που ‘χε σταθεί στο δρόμο μου, σου χαμογέλασα και παραδέχτηκα μια αλήθεια που έκρυβα για σένα, μια αλήθεια από αυτές που είναι βγαλμένες από παλιά παραμύθια. «Πολιτεύω μια αγάπη» σου δήλωσα με θάρρος, μα μου είπες «βρε σατράπη!».

«Μα εγώ από αγάπη το κάνω!» απολογήθηκα.

«Αγάπη από αγάπη δεν πιάνει» μου είπες χαμογελαστά και χάθηκες στα γέλια σου. Πήρα μια βαθιά ανάσα για να σου πω, αυτά που ήθελα να μείνουνε στο χρόνο:

«Μόνος δεν τα βγάζω πέρα, μαζεύω αέρα, φουσκώνω τη μέρα κι απλώνω τη νύχτα, σου τραγουδώ καληνύχτα κι έτσι μόνο αντέχω στο χρόνο, ξαπλώνω στο θρόνο κι ορθώνω, μα εσύ, μια του ήλιου ακίδα, μυτερή ηλιαχτίδα, δίχως φυγή, δίχως πατρίδα, μονάχα το κόκκινο είχες στα χείλη, η καρδιά χαμομήλι και το γέλιο φευγάτο, λες να πιάσουμε πάτο; Μα στ’ αλήθεια δεν με νοιάζει, τίποτα δεν με σκιάζει, αφού γεμίζω τα πνευμονία με πάθος, στο δικό μου σεντόνι σε τυλίγω μονάχος και θα σε έχω για μένα, μόνο για μένα…»

Κι είχα κοκκινίσει προσπαθώντας να κρατήσω τον αέρα που έβρασε από πάθος και μανία να πω όλα όσα έχω μέσα μου σε μια ανάσα μόνο, πριν τύχει και τσουφ! εξαφανιστείς πάλι από μπροστά μου. Ατμός άρχισε να βγαίνει απ’ τα αυτιά μου κι εσύ γελούσες δυνατά σαν χάνος και το αγαπώ εγώ αυτό το γέλιο σου, γιατί πάντα με έκανε να σε νιώθω ευτυχισμένη. Κι ήταν το αύριο που είχε γίνει τώρα. Κι ήταν η πιο γλυκιά μου μπόρα. Κι ήσουν θαμπή, ξενυχτισμένη και βρωμούσες ταλαιπώρια και τσιγάρα μα ακόμα σ’ αγαπούσα. Κι αν δεν είναι αγάπη αυτό, τότε ποτέ δεν θα μάθω τί είναι.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Σήμερα νιώθω δυνατός

Σήμερα νιώθω δυνατός. Ίσως φταίει το ότι ακούω απ' το πρωί το Scenic World των Beirut, ένα από τα πιο ενθαρρυντικά τραγούδια που γνωρίζω. Έχω παρατηρήσει πως όταν νιώθω δυνατός, νιώθω πιο ξύπνιος απ' το κανονικό. Όταν λέω ξύπνιος δεν εννοώ εξυπνάκιας (βλ. μη μου κάνεις τον ξύπνιο) εννοώ σαν να έχω ξυπνήσει πραγματικά. Η ζέστη σε κοιμίζει. Το μόνιμο άγχος σε κουράζει και νυστάζει. Ο οργανισμός σου θέλει να κλείσει, να σε προστατέψει από το δυσάρεστο. Πολλοί λένε πως όταν πεθαίνεις πρώτα αποκοιμιέσαι. Σαν μια φυσική άμυνα του οργανισμού να σε βυθίσει σε κάτι το γνώριμο.
Δεν θα πούμε όμως για θανάτους και άλλα τέτοια μακάβρια. Σήμερα νιώθω δυνατός. Και αφού νιώθω, είμαι. Εν τέλει ότι νιώθεις είσαι.
Ίσως φταίει που έφτασε το σαββατοκύριακο. Μια όμορφη εκδρομή, άραγμα στην αυλή, ύπνος, ό,τι αποφασίσει ο καθένας να κάνει, το σαββατοκύριακο είναι πάντα μια ανάσα στο μακροβούτι του πενταημέρου. Ρουτίνα. Λένε πως η ρουτίνα σκοτώνει την δημιουργία. Εγώ θα το άλλαζα στο η ρουτίνα σκοτώνει τον άνθρωπο. Ένας φίλος έλεγε "η φασίνα σκοτώνει τη ρουτίνα".

Υπάρχουν δύο είδη ρουτίνας. Η καλή και η κακή ρουτίνα. Σαν την χοληστερίνη. Όλοι έχουμε καλές "ρουτίνες" στην καθημερινότητά μας. Αυτές που απαρτίζουν τη βάση μας. Αυτές που απαρτίζουν την πραγματικότητά μας, αυτές χάρη στις οποίες μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ό,τι μας έρχεται καινούργιο. Τέτοιες ρουτίνες είναι το μέρος που παίρνεις καφέ κάθε πρωί και ανταλλάζεις καλημέρες και χαμόγελα, ο σουβλατζής που παίρνεις κάθε Κυριακή μεσημέρι και έχει πάντα να σου πει κάτι για να σε ξαφνιάσει, η διαδρομή που θα ακολουθήσεις με τα πόδια από το σπίτι στο μετρό, που με τον καιρό έχεις βελτιστοποιήσει, μέσω της δικής σου κοσμοθεωρίας-βουντού, διαλέγοντας μέχρι και σε ποιες πλάκες του πεζοδρομίου θα πατήσεις για να φτάσεις πιο γρήγορα και ασφαλή, αλλά ακόμη και η ιεροτελεστία που θα ακολουθήσεις στις ελεύθερες ώρες μετά τη δουλειά. Θα βγάλεις τα παπούτσια,θα πλύνεις με κρύο νερό τα πόδια, θα βγεις στην αυλή να ποτίσεις τις μικρές γλάστρες, θα πας για προπόνηση, θα πας να κάνεις το χόμπι σου, θα κοιμηθείς, θα δεις φίλους, ό,τι έχεις εσύ επιλέξει.
Η κακή ρουτίνα, είναι αυτή που σε αποθαρρύνει απ' το να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το πρόγραμμά σου. Αυτή που θα σε κάνει να απορρίψεις ένα ταξίδι στο εξωτερικό με τη δικαιολογία πως δεν έχεις λεφτά, ενώ κατά βάθος ξέρεις πως δεν είναι τόσο αυτό, αλλά το ότι βαριέσαι να μπεις στη διαδικασία να το ψάξεις και που να τρέχεις και μεγάλωσες και άλλα τέτοια, αυτή που θα σε κάνει να κάνεις μηχανικά τα ίδια πράγματα κάθε μέρα χωρίς να τα έχεις επιλέξει, απλώς επειδή τα έχουν επιλέξει άλλοι για σένα. Κατά μια έννοια η καλή και η κακή ρουτίνα είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά κατά βάθος απέχουν πολύ, αν καταφέρεις να διακρίνεις τη διαφορά, είσαι τυχερός. Αν πάλι όχι, σου έχω μια εικόνα. Νιώσε και εσύ δυνατός, όπως εγώ, έστω για μια μέρα.




Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Ιούλιος

Μπήκε ο Ιούλιος παιδιά. Πότε έφυγε βέβαια ο Ιούνιος ούτε που το πήρα χαμπάρι. Κάποιος συνάδερφος αναφώνησε προχτές περίλυπα "πάει το καλοκαίρι". Αρχικά έτεινα να συμφωνήσω ενστικτωδώς -το είχα στο αυτόματο τύπου τι κάνεις; καλά- μετά του λέω κάτσε ρε συ ακόμα νωρίς είναι. Μετά σκέφτηκα "πω πάει και το 2014" όμως γρήγορα έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του. Το 2014 είναι ακόμη εδώ. Στα μισά. Ο χρόνος περνάει γρήγορα. Μια έκφραση που ποτέ δεν ενστερνίστηκα. Ο χρόνος περνάει σαν χρόνος. Ούτε αργά ούτε γρήγορα, Προχωρά σαν μια χελώνα με ακραία αποφασιστικότητα. Εμείς απλώς άλλοτε περνάμε γρήγορα και άλλοτε αργά. Εμείς αλλάζουμε ταχύτητα, ο χρόνος κυλάει ακάθεκτος, σαν σχολική άσκηση μαθηματικών: 

"Έχουμε ένα αντικείμενο που κινείται με σταθερή ταχύτητα 15 μέτρα την ώρα..."

Με λύπη συμπεραίνω πως ο κόσμος προσπαθεί να βάλει στο γρήγορο τη ζωή του. Σαν να βλέπει Άρχοντα των Δακτυλιδιών (το 3) και να προσπερνά όλες τις σκηνές που παίζει ο Φρόντο και ο Σαμ. Και εγώ το έκανα αυτό, από την 4η φορά που το έβλεπα και μετά. Όταν διάβαζα τα βιβλία ετών 16-17 παρόλο που δεν ήταν η καλύτερή μου, προσπαθούσα να μην αφήσω τίποτα αδιάβαστο. Όχι γιατί θα έπρεπε να απαντήσω σε κάποιο τεστ, αλλά γιατί το θεωρούσα κρίμα σε ένα τόσο ωραίο βιβλίο, ένα κομμάτι του να πάει αδιάβαστο. Τα γεμίσματα είναι απαραίτητα για να απολαύσεις καλύτερα τα υπόλοιπα. Κάτσε να φας κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο χωρίς τις πατάτες. Κι αν δεν θες πατάτες γιατί δεν τρως υδατάνθρακες λόγω διατροφής, αντί για πατάτες βάλε σαλάτα. Αλλά κάτι θα βάλεις για να το φας μαζί με το κοτόπουλο. Αλλιώς θα είναι στεγνό και θα σου κάτσει στο λαιμό. Το ίδιο και η ζωή. Δεν τους κατάλαβα αυτούς που βιάζονται. Δεν έχω καταλάβει που βιάζονται να πάνε, αυτό είναι όλο.

"Εεε.. εντάξει.. το ποδόσφαιρο είναι... εκπληκτικό. Εκπληκτικό"

Ο Τάκης Λεμονής χτες δεν είχε ούτε ένα εγκεφαλικό κύτταρο ξύπνιο και παρών στο σχολιασμό του αγώνα και το γενικότερο τιμ σχολιασμού της Νεριτ, όπως και το ίδιο το όνομα "Νέριτ" είναι παντελώς ακατάλληλο για τηλεόραση. Άντε μια μέρα να το εξηγήσω στα παιδιά μου. Βέβαια όταν κάνω παιδιά θα λέω "πω πως πέρασε έτσι ο καιρός" και πάλι ο χρόνος θα μου φαίνεται σαν να έχει φύγει τρέχοντας. Ξέρετε τι πιστεύω γι' αυτό; Πως όποιος μπορεί να πει αυτή την έκφραση είναι τυχερός. Γιατί σημαίνει πως έχει περάσει μια όμορφη ζωή, καλημέρα σας!



































Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Το καλοκαίρι τα καρπούζια επιστρέφουν

Ο κύριος Καρπούζης είναι πίσω, γεγονός -διαλαλήστε το- τυμπανοκρουσίες τριαλαλι-τριαλαλό πότε εκεί και πότε εδώ. Έχω να γράψω περί τα δύο χρόνια εδώ. Η αλήθεια είναι πως στην εποχή μας τόσοι γράφουν, στο facebook, στο twitter, από δω από κει, που χώρος για να γράψεις και εσύ, έτσι το σκεφτόμουν, δεν υπήρχε και λόγος πια. Ο κόσμος δεν διαβάζει μακροσκελή κομμάτια κειμένου, είναι πλέον του ορίου -μια γραμμή άντε δυο βαριά παράγραφος- οπότε δεν υπήρχε και νόημα. Όμως μου λείπει ρε γαμώτο το γράψιμο, το καινούργιο μου βιβλίο προχωράει αργά, δεν έχω χρόνο πια για τίποτα ή έτσι νιώθω. Αλλά το χρόνο το βρίσκεις φαντάζομαι αν προσπαθήσεις αρκετά. Οπότε θα προσπαθήσω και εγώ αρκετά να βρω χρόνο να γράφω μερικές ριμαδολέξεις εδώ. Το ριμαδολέξεις δεν το ξέρει ο ορθογραφικός έλεγχος και καλά κάνει. Μου προτείνει το προαναφλέξεις. Ούτε καν, δεν παίζω πια με τη φωτιά.
θα γράφω μικρότερα κείμενα και πιο περιεκτικά, ελπίζω. Θα γράφω λέξεις-σκέψεις ποιήματα ή και ακατανόητα πράγματα. Θα γράφω πιο πολύ για να γράφω, αφού δεν ξέρω αν ο σκοπός πρέπει να αγιάζει τα μέσα, αλλά σίγουρα αγιάζει το σκοπό τον ίδιο.

Σας αφήνω με μια φωτογραφία από το ενυδρείο Cretaquarium κοντά στο Ηράκλειο της Κρήτης που το επισκέφτηκα πρόσφατα. Είναι με τις φεγγαρίσιες μέδουσες, δική μου μετάφραση από το moon jellyfish. Καταπληκτικά πλάσματα -όταν τα βλέπεις σε ενυδρείο. Λαμπυρίζουν σαν άστρα και κινούνται τόσο αρμονικά, όμως όπως κάθε είδος μέδουσας, η κίνησή τους καθορίζεται από τα ρεύματα της θάλασσας. Δεν μπορούν να πάνε όπου θέλουν, μπορούν να πάνε το δρόμο που τους πηγαίνει. Όμως το κάνουν με χάρη.



Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Η πολιτική οικονομία του 3D printing - Αφιέρωμα



Το πρώτο ελληνικό αφιέρωμα στην τεχνολογία της τρισδιάστατης εκτύπωσης είναι γεγονός. Το online Journal Re-public φιλοξενεί μια σειρά δημοσιεύσεων που έχουν γραφτεί τόσο από ακαδημαϊκούς όσο και από γνώστες και χρήστες της τεχνολογίας αυτής. Μερικά πολύ ενδιαφέροντα άρθρα για το τι σημαίνει τρισδιάστατη εκτύπωση, που χρησιμοποιείται και που θα καταλήξει στο μέλλον. Διαβάστε όλο το αφιέρωμα στο παρακάτω Link.

The political Economy of 3D printing.