Κι ανέβαινες τις σκάλες. Ήταν διαδρομή, ήταν δέσμευση, ήταν ο προορισμός σου που σου έδινε κουράγιο. Κι στην λιγοψυχιά τράβαγες κουπί, κάθε αυγή τα σκαλοπάτια ήταν λιγότερα. Μα κάθε βράδυ το φως έμπαινε φευγαλέα απ' τις χαραμάδες της σκέψης σου. Και αλύπητα βροντοκοπούσες τα τακούνια στα μαρμάρινα σκαλιά προσπαθώντας να αντηχήσεις το παρελθόν στο μέλλον σου. Αλλά ο κόσμος δεν δουλεύει έτσι. Κι ευτυχώς να λες, που δεν έμελλε να είναι η μοίρα σου φερέφωνο. Ο κρυστάλλινος απόηχος έπνιγε το δάκρυ της φοβισμένης σου καρδιάς, που δεν ήθελε να μοιάζει ανθρώπινη και αδύναμη και ατελής και κρυβόταν πίσω απ' τον αναβρασμό, τακ-τακ-τακ-τακ. Άτακτα βήματα, παραδoμένα σε εξωτικό ρυθμό, έτρεχες ή χόρευες ποτέ μου δεν κατέληξα. Με τα ακροδάχτυλα σήκωνες το φόρεμα, ίσα που να μην μπουρδουκλωθείς, γιατί κανείς ποτέ του δεν είδε πριγκίπισσα να σκοντάφτει δίχως άλλοθι.
Η σπείρα λένε πως συμβολίζει τη ψυχή μας. Έτσι ήταν ταιριαστό να αναβατείς μια στριφογυριστή σκάλα χωρίς πια να θυμάσαι πότε ξεκίνησες και ποια ήσουν τότε. Χαράμι τα χρόνια που αβόλευτα σχοινοβατούσες μεταξύ του ενός και του άλλου, χαράμι κι οι μπαγαποντιές της μονάκριβής σου νιότης, τότε που μικρή φορούσες μάσκες και έλεγες πως η ζωή είναι πιο όμορφη όταν έχει χρώμα. Όταν έχει συναίσθημα. Όταν έχει φωνές και παρακάλια.
Μα μεγαλώνοντας φοβήθηκες να αφεθείς και μεγάλωνες μονόπλευρα, σαν όλους τους άλλους. Και το κάδρο στο σαλόνι φιλοξενούσε εκείνο το μικρό κορίτσι με τις μπούκλες. Και για κάθε συναίσθημα που στερήθηκες πήρε μια ακόμη φακίδα η μύτη σου. Μα εσένα δεν σε ένοιαζε γιατί πάντοτε ήθελες να έχεις ζωγραφισμένα πάνω σου, αναπόσπαστα κομμάτια της ανθρώπινης χημείας που συνοδεύει το Εγώ σου.
Τώρα που είχες βρεθεί; Να ανεβαίνεις μανιασμένα μια σκάλα, μια σπείρα, μια ψυχή. Τακ-τακ-τακ-τακ. Τα βήματα όλο και πιο άτακτα, από πάνω φωνές, οι σκέψεις σου αντηχούν όλο και πιο καθαρές, όλο και πιο απόμακρες. Συγκράτησες το στέμμα σου, ανασήκωσες το πριγκιπικό σου φόρεμα, λίγο πιο σθεναρά και βάλθηκες να φτάσεις στο κέντρο αυτής της σπείρας. Με τις δαντέλες να ανεμίζουν πάνω απ τα λεπτά σου μπράτσα, έσφιξες τα μηλίγγια σου και ορκίστηκες ένα στόχο. Στο πέλμα του ουρανού. Εκεί που το σήμερα, το αύριο και το τώρα γίνονται ένα. Εκεί που όλα -ήλπιζες- να είναι πιο ξεκάθαρα. Θυμόσουν στο σχολείο, σου λέγανε πως η διαδρομή είναι πιο σημαντική από τον προορισμό. Τώρα, μεγαλώνοντας συνειδητοποιούσες πως ο προορισμός είναι αυτός που καθορίζει τη διαδρομή και εξ' αυτού όσο σημαντική κι αν είναι, χωρίς έναν προορισμό αντάξιο, θα ήταν μάταια. Σαν ένα καράβι με δυνατά πανιά και γερό σκαρί που πλέει προς άγονες πατρίδες. Τακ-τακ-τακ-τακ. Τα τακούνια σου ακόμη αντηχούν στο μυαλό μου. Τακ-τακ-τακ-τακ. Έτρεχες ψάχνοντας το δικό σου γερό σκαρί. Εκείνο με τα λευκά πανιά. Να σαλπάρεις προς μια χώρα γόνιμη, με μουσική κι ανθρώπους και ζωή που σαν αυτή καμιά. Και η σπείρα όλο και έκλεινε. Τακ-τακ-τακ-τακ. Και η σπείρα όλο συνέχιζε να κλείνει. Τακ-τακ-τακ-τακ. Κι ήταν τα σκαλίσματα της κουπαστής αντάξια της ομορφιάς σου. Κι ήταν το άλικο χρώμα των σκαλοπατιών σαν το δικό σου. Κι ο ουρανός τυρκουάζ πετράδι, ταλαιπωρημένο, σαν το μυαλό ενός ανθρώπου σε ανάγκη. Σε ανάγκη για κάτι παραπάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου