Το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο σε αυτό το καταπληκτικό βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, το δωδέκατο του που έχει εκδοθεί, από τα «Ελληνικά Γράμματα» θεός σχωρέσ' τα, με τίτλο αυτό το έξυπνο λογοπαίγνιο, «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος». Ο Σκαμπαρδώνης που πολλές φορές στο παρελθόν έχει χρησιμοποιήσει τέτοια ευφυολογήματα, επανέρχεται με μια έξυπνη παραφθορά της φράσης «Μεταξύ σφύρας και άκμονος» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Ο Σκαμπαρδώνης φαίνεται να έχει αναπολήσει την γραφή διηγημάτων (καθώς σταμάτησε να εκδίδει διηγήματα από το 1998, με μια εξαίρεση το 2003) έχοντας στο ενδιάμεσο εκδώσει ένα λεύκωμα («Σάββατο απόγευμα» - Ζαρζώνη) και τέσσερα μυθιστορήματα («Περνάω επιτυχώς», «Ουζερί Τσιτσάνης», «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» - εκδόσεις Κέδρος και «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» - Ελληνικά Γράμματα) έτσι επιστρέφει με μια νέα σειρά από είκοσι εφτά χορταστικά διηγήματα.
Το βιβλίο αυτό που έπεσε στα χέρια μου φέτος τα Χριστούγεννα ως δώρο, ήταν το πρώτο μου του εν λόγω συγγραφέα. Με μια γρήγορη ματιά στο αυτάκι του βιβλίου, αναγνώρισα μια πολύ γραφική φυσιογνωμία σε πορτραίτο και ανάμεσα στις σειρές των εξιστορημάτων του, το σενάριο της προτελευταίας ταινίας του Π. Βούλγαρη, «Όλα είναι δρόμος» που είναι μια ταινία που με έχει στιγματίσει, (βλ. Μάκη Τσετσένογλου, Βιετνάμ, «και το επόμενο δικό σου κύριε Μάκη μας», «λουλούδια στο θάνατο στο φουλ», «να έχουμε να γκρεμίζουμε»). Γυρνώντας πάλι στο εξώφυλλο, συνειδητοποίησα πως το στυλ δεν μου ταίριαζε τόσο με το πως είχα φανταστεί τον συγγραφέα απ' την φωτογραφία του. Χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, το εξώφυλλο μου έκανε πιο νεανικό απ' ότι θα περίμενα. Αυτό ήταν μια δεύτερη ευχάριστη έκπληξη.
Πριν περάσω το κατώφλι των περιεχομένων, ήμουν θετικά προδιατεθειμένος και έτσι γρήγορα άρχισα να καταπίνω τις ιστορίες τη μια μετά την άλλη σαν γουλιές από δυνατό τσίπουρο. Οι πρώτες σε καίνε μα γρήγορα επιζητάς κι άλλο ώσπου μετά τα πρώτα δώδεκα, έχεις παρασυρθεί σε μια γλυκιά μέθη, ένα στροβιλισμό που δεν είσαι σίγουρος που θα σε βγάλει κι αν θα είσαι ο ίδιος όταν πιάσεις έδαφος και πάλι.
Είκοσι εφτά διηγήματα γραμμένα από το 2004 έως το 2009, παρουσιάζουν εικόνες, μπορεί και μικρές στιγμές από καταστάσεις της ζωής μας. Με χαρακτήρες που είναι τόσο πιθανόν να έχουν περάσει από δίπλα μας, ή να έχουμε συναναστραφεί μαζί τους και να μην το θυμόμαστε. Σίγουρα μετά την ανάγνωση του βιβλίου, σου γεννιέται η επιθυμία να ξεσκεπάσεις αυτές τις γραφικές φιγούρες, να τους γνωρίσεις και εσύ από κοντά, να κλέψεις λίγο απ' τη σοφία τους. Όσο περισσότερο διάβαζα τόσο συνειδητοποιούσα το πόσο πιο κοντά είναι στον ρεαλισμό απ’ ότι στην μυθοπλασία. Τότε είναι που συνειδητοποίησα πόσο σκληρά αληθινοί είναι όλοι οι χαρακτήρες και τα βιώματά τους. Εκεί για μένα στηρίζεται και η μεγαλύτερη δύναμη των διηγημάτων αυτών.
Γραφικοί λιγομίλητοι, άλλοτε σκυθρωποί και προβληματισμένοι, άλλοτε χαρωποί, ψηλοί και γόηδες, όλοι τους γήινοι και εκνευριστικά γνώριμοι, συναναστρέφονται μεταξύ τους με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους ή και με ζώα ή ψάρια, όλοι τους αιχμαλωτισμένοι σε εκείνες τις μικρές στιγμές μια αέναης καθημερινότητας, που ο χρόνος είναι σαν να μπαίνει σε αργή κίνηση και να ξεδιπλώνονται μπροστά τους, με εκφράσεις που ανατριχιάζουν και λέξεις που προκαλούν να τις ξαναδιαβάσεις, εικόνες ασπρόμαυρες κι ανάγλυφες, που σε αιχμαλωτίζουν και ζεις κι εσύ εκεί, κι ζεις και εσύ έτσι και είσαι και εσύ αυτοί. Από έναν οδοκαθαριστή που ξεκολλάει νεκρά περιστέρια απ' το οδόστρωμα στις πέντε και μισή το πρωί, έως την τριανταοχτάρα μητέρα που νιώθοντας το βάρος της ηλικίας να τις ραγίζει το δέρμα, φλερτάρει με τον νεαρό στην απέναντι ξαπλώστρα, προσπαθώντας έτσι να κρατηθεί για λίγο ακόμη νέα. Απ' τον διάπλου του Τορωναίου και το πείσμα του κολυμβητή ως το κρεοπωλείον «Θα 'πρέπε» που έκρυβε μέσα του όλα τα «θα ‘πρεπε» του κόσμου. Απ' τον φορτηγατζή Τάκη που κρυφά ακούει Mendelssohn έως τον τελευταίο καμπανοποιό που μας μαθαίνει πως «η τέχνη δεν μαθαίνεται μα κλέπτεται». Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του βιβλίου, ένα που εγώ το διέκρινα ως το ενωτικό στοιχείο, είναι η θάλασσα. Αν και δεν υπάρχει σε όλες τις ιστορίες, το υγρό στοιχείο κυριαρχεί συνήθως όχι ως κάτι ατίθασο και αχαλίνωτο, μα ως κάτι πράο και γαλήνιο ως ένα μέσο, με την βοήθεια του οποίου σκιαγραφούνται συνήθως σκεπτικοί και τραγικοί οι χαρακτήρες καθώς παλεύουν με τον ρεαλισμό της καθημερινότητας. Καθώς παλεύουν με αρρώστιες, με σκέψεις, με τις φοβίες τους, με το θάνατο και με τις αντιξοότητες της άγαρμπης ζωής τους που βαίνει στις μεταλλικές παγωμένες ράγες του ρεαλισμού (και όχι στα λούνα Παρκ του Χόλυγουντ) η θάλασσα είναι αυτή που τους ηρεμεί, τους δίνει ανάσες ή τους τις παίρνει.
Αν μπορούσα να ξεχωρίσω μερικά ως αγαπημένα μου, αν και κανένα και το υπογραμμίζω αυτό, μισό να το υπογραμμίσω, κανένα, λοιπόν δεν με άφησε αδιάφορο, αν λοιπόν έπρεπε να διαλέξω τρία θα έλεγα: Τα «Να τους διαβάζω ποιήματα», «Ο Γουλιανός κοντά στην ακτή» και «Η προτομή του Στάλιν» αν και η επιλογή έγινε πιο πολύ για να γίνει, αυθαίρετα όπως μου δίνεται η δυνατότητα καθώς το να ξεχωρίσω πραγματικά κάποιο απ' το άλλο είναι αδύνατο.
Είναι ένα βιβλίο που σίγουρα θα ξαναδιαβάσω. Αν όντως η τέχνη κλέπτεται όπως γράφει ο Σκαμπαρδώνης μέσω του τελευταίου καμπανοποιού, τότε πρέπει να έχει κλέψει πολλούς σπάνιους ανθρώπους για να τους φυλακίσει σε αυτές τις σελίδες, κάτι για το οποίο θα του είμαι για πάντα ευγνώμων.